- παραδρομίς
- -ίδος, ἡ, Ατόπος αναψυχής, τόπος στον οποίον ανασαίνει κανείς καθαρό αέρα, περίπατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + δρόμος + επίθημα -ις, -ίδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραδρομίδων — παραδρομίς place for taking the air fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)